Μόλις πολύ πρόσφατα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κυπριακής Δημοκρατίας (28/12/20) επίσημα πλέον ο νόμος αναφορικά με το πιο πάνω θέμα ο οποίος φέρει τίτλο περί Καταπολέμησης του Σεξισμού και του Διαδικτυακά Διαδιδομένου Σεξισμού και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2020.
Η ερμηνεία που δίνει ο νόμος αναφορικά με το τι αποτελεί «σεξισμός» είναι η εξής:
«σημαίνει τη δημοσία ή ιδιωτικά εκδηλουμένη σεξιστική συμπεριφορά που στρέφεται κατά συγκεκριμένου προσώπου ή κατά συγκεκριμένης ομάδας προσώπων, η οποία συνίσταται σε ενέργεια, χειρονομία, οπτική παρουσίαση, πρακτική, γραπτό ή προφορικό λόγο που βασίζεται στην ιδέα ή αντίληψη ότι ένα πρόσωπο ή μία ομάδα προσώπων είναι κατώτερα λόγω φύλου και που έχει στόχο – (α) να πλήξει τα δικαιώματα του θύματος ή των θυμάτων, προσβάλλοντας, μειώνοντας και πλήττοντας την αξιοπρέπειά τους, με κατάληξη την αποστέρηση πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες και την άνιση πρόσβαση σε πόρους. ή (β) να τραυματίσει σωματικά, ψυχολογικά ή κοινωνικοοικονομικά το θύμα ή τα θύματα. ή (γ) να δημιουργήσει εναντίον του θύματος ή των θυμάτων ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό και προσβλητικό περιβάλλον. ή (δ) να προαγάγει και να ενισχύσει τα έμφυλα στερεότυπα και τις διακρίσεις των φύλων.»
Αν και όπως φαίνεται από τις εκθέσεις και προτάσεις νόμου που υπήρχαν ενώπιον της Βουλής η εν λόγω νομοθεσία απευθυνόταν μόνο στην προστασία γυναικών, εν τούτοις το τελικό κείμενο φαίνεται να συμπεριλαμβάνει προστασία για άντρες και γυναίκες.
Κάποιες σημαντικές υποδείξεις και προβληματισμοί που πρέπει να γίνουν βάσει των άρθρων του Νόμου –
Η ερμηνεία που δίνεται στην φράση σεξισμός (βλέπε πιο πάνω) δίνει εκτός της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) και μια υποκειμενική υπόσταση (mens rea) η οποία θα πρέπει θεωρώ να υπάρχει σε οποιαδήποτε υπό διερεύνηση υπόθεση, δηλαδή τον στόχο που είχε μια ενέργεια / δήλωση. Το ίδιο το άρθρο 3 του Νόμου το οποίο προνοεί για την διάπραξη του αδικήματος αναφέρεται σε «…οποιοδήποτε εκ προθέσεως» συνεπώς η υποκειμενική υπόσταση είναι αναγκαία προς απόδειξη της διάπραξης. Στην ίδια την ερμηνεία αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η ενέργεια θα πρέπει να έχει ως στόχο να (α) πλήξει … (β) τραυματίσει … (γ) να δημιουργήσει … (δ) να προαγάγει. Ο νόμoς δεν παρουσιάζει την διάπραξη του αδικήματος ως αδίκημα αυστηρής ευθύνης συνεπώς μαρτυρία θα πρέπει να υπάρχει στην υποκειμενική υπόσταση του δράστη και κατά πόσo αυτή μπορεί να δείξει ότι η ενέργεια του / της είχε ως στόχο αυτά που αναφέρει το άρθρο. Η υποκειμενική υπόσταση σπάνια υπάρχει με άμεση μαρτυρία και πολύ πιο συχνά θα πρέπει να εξαχθεί ως συμπέρασμα το οποίο θα πρέπει να εξαχθεί από την υπόλοιπη μαρτυρία και στο ψηλό επίπεδο μιας ποινικής υπόθεσης. Στην απόδειξη αντικειμενικής υπόστασης θα πρέπει να υπάρχει μαρτυρία που να παρουσιάζει ότι όντως το θύμα έχει υποστεί όσα αναφέρονται στην ερμηνεία του νόμου όπως αυτή φαίνεται αμέσως πιο πάνω.
Οι ποινές που προνοεί ο νόμος 1 χρόνου φυλάκισης και/ή €5.000 υποδηλώνουν ότι δεν θα υπάρχει παραγραφή των αδικημάτων που προνοεί ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος. Αυτό σημαίνει ότι όσα χρόνια και να περάσουν μια καταγγελία θα μπορέσει να δημιουργήσει ποινική υπόθεση. Η απόδειξη αυτής όμως ασφαλώς θα είναι ένα πολύ διαφορετικό ζήτημα.
Η αναφορά σε στερεότυπα επεξηγείται στον ίδιο το νόμο ως «στερεότυπα των φύλων», τα παγιωμένα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα ή ιδέες, σύμφωνα με τα οποία οι γυναίκες και οι άνδρες έχουν χαρακτηριστικά και ρόλους προκαθορισμένους βάσει φύλου, με αποτέλεσμα τη δραστική παρεμπόδιση της επίτευξης πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και την τροφοδότηση των διακρίσεων των φύλων, κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η ανάπτυξη των φυσικών ταλέντων και ικανοτήτων του προσώπου που υφίσταται τις διακρίσεις, όπως και οι εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προτιμήσεις και εμπειρίες του, ευρύτερα δε οι ευκαιρίες του στη ζωή.»
Δηλαδή σχόλια όπως «οι άντρες είναι καλοί μόνο για να κουβαλούν» είναι καταδικαστέα αφού προωθούν και παγιωμένα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα ή ιδέες που φέρουν τα άτομα σε προκαθορισμένους ρόλους βάσει φύλου με αποτέλεσμα τη παρεμπόδιση της επίτευξης πραγματικής ισότητας και της ανάπτυξης των φυσικών ταλέντων και ικανοτήτων του προσώπου.
Το Άρθρο 7 του Νόμου προσθέτει ως επιπρόσθετο συστατικό στοιχείο του αδικήματος την κατά τόπο δικαιοδοσία, το οποίο φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι θα πρέπει η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει για να μπορέσει να έχει επιτυχία στην καταδίκη της, το οποίο όμως εκ των πράγματων ίσως να φανεί πολύ πιο δύσκολο από ότι νόμιζε ο συντάκτης του νόμου.
Αυτούσιο το Άρθρο:
«7. Αρμόδιο δικαστήριο στη Δημοκρατία έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση του προβλεπόμενου στις διατάξεις του άρθρου 4 αδικήματος του διαδικτυακά διαδιδόμενου σεξισμού, εφόσον ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος- (α) ήταν σωματικά παρών στη Δημοκρατία, αλλά ο εκδηλωθείς από αυτόν σεξισμός αφορά σε ηλεκτρονικά δεδομένα τα οποία ανευρέθησαν ή ανευρίσκονται καταχωρισμένα σε σύστημα πληροφορικής μη ευρισκόμενο στη Δημοκρατία, (β) δεν ήταν σωματικά παρών στη Δημοκρατία, αλλά ο εκδηλωθείς από αυτόν σεξισμός αφορά σε ηλεκτρονικά δεδομένα τα οποία ανευρέθησαν ή ανευρίσκονται καταχωρισμένα σε σύστημα πληροφορικής στη Δημοκρατία.»
Αναμφίβολα θα αποτελέσει πρόβλημα στην εκδίκαση της υπόθεσης αλλά και σωστής διερεύνησης μιας υπόθεσης. Υπενθύμιση ότι όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος πρέπει να αποδειχτούν από την Κατηγορούσα Αρχή, συνεπώς η ίδια η πολιτεία κατά την διερεύνηση παράπονου για διάπραξη τέτοιου αδικήματος θα πρέπει να εντοπίσει μαρτυρία που να απαντά στα σημεία του πιο πανω άρθρου 7.
Βάσει του άρθρου 8 του Νόμου, απαιτείται άδεια από τον Γενικό Εισαγγελέα για την προώθηση ποινικής υπόθεσης. Αυτό από μόνο του περιορίζει ως ένα βαθμό την προώθηση παραπόνων με ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις.
Τέλος, σημαντικό αναφοράς είναι το θέμα ευθύνης, όχι μόνο του ατόμου που εκ προθέσεως εκδήλωσε σεξισμό αλλά και του νομικού προσώπου που το άτομο αποτελεί μέλος του διοικητικού οργάνου αυτού ή ανώτερη διευθυντική θέση. Φαίνεται ότι στο μυαλό του ο νομοθέτης είχε την περίπτωση σεξισμού στα πλαίσια εργασίας και η αναφορά που γίνεται στο θέμα ευθύνης, μιλά για τον διευθυντή μιας επιχείρησης ο οποίος ίσως είναι και μέλος διοικητικού συμβουλίου και πως η ίδια εταιρεία μαζί με τον διευθυντή φέρει ποινική ευθύνη για σεξιστική συμπεριφορά. Τι γίνεται όμως στις περιπτώσεις όπου το άτομο που εκφράζει σεξιστική άποψη δεν είναι στο διοικητικό συμβούλιο; Μια ορθότερη και πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση θα έπρεπε να ήταν ο νόμος να βρίσκει υπαίτιο το άτομο που εξέφρασε σεξιστικές απόψεις / συμπεριφορά και τον / την υπευθύνο/νη αυτού του ατόμου σε περίπτωση που είχε ή θα έπρεπε να έχει γνώση και το επέτρεψε.
Μια τέτοια προσέγγιση θα συμπεριλάμβανε όλα τα σενάρια που μπορεί να υπάρξουν όπως ιδιοκτήτες εφημερίδας με συντάκτες / δημοσιογράφους, εργοδότες με εργοδοτούμενους, διευθυντές τμήματος με διορισμένους λειτουργούς κ.α. Δυστυχώς το άρθρο 20 του περί Ποινικού Κώδικα που αφορά «Αυτουργούς» ενδεχομένως να μην μπορεί να γεφυρώσει αυτό το χάσμα που υπάρχει που θα μπορούσε να συμπεριλάβει αρμόδια άτομα που ανέχτηκαν τέτοιου είδους συμπεριφορά στο κατηγορητήριο.
Συμπληρωματικά, να μην ξεχνούμε το άρθρο 99Α του περί Ποινικού Κώδικα Νόμο Κεφ. 154, το οποίο βρίσκεται σε ισχύει από το 2015 το οποίο ποινικοποιεί οποιαδήποτε συμπεριφορά είχε σκοπό να προσβάλει, υβρίσει, απειλήσει σε βία ή μίσος προφορικά ή δια τύπου πρόσωπο ή μέλος ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει φύλου.
Η Επίτροπος Προστασίας Ισότητας των Φύλων δεν έχει επίσημα σχολιάσει μέχρι στιγμής την εν λόγω νομοθεσία με την πιο πρόσφατη ενέργεια να φαίνεται να είναι η έκδοση οδηγού με τίτλο «ΟΔΗΓΟΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΣΕΞΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»